- συβώτης
- συβώτηςswineherdmasc nom sgσυβωτέωto be a swineherdimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] … Dictionary of Greek
συβῶτα — συβώτης swineherd masc voc sg συβώτης swineherd masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβωτέων — συβώτης swineherd masc gen pl (epic ionic) συβωτέω to be a swineherd pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβωτῶν — συβώτης swineherd masc gen pl συβωτέω to be a swineherd pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβῶται — συβώτης swineherd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβώταις — συβώτης swineherd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβώτην — συβώτης swineherd masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβώτου — συβώτης swineherd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβώτῃ — συβώτης swineherd masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek